- λευκανθής
- λευκ-ανθής, ές,A white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white,
καπνός Pi.N.9.23
(dub.);λ. κάρα S.OT742
, cf. AP12.165 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνός Pi.N.9.23
(dub.);λ. κάρα S.OT742
, cf. AP12.165 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκανθής — white blossoming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκανθής — ές (AM λευκανθής, ές) (για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη αρχ. μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
λευκανθῆ — λευκανθής white blossoming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λευκανθής white blossoming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λευκανθής white blossoming masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκανθέα — λευκανθής white blossoming neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λευκανθής white blossoming masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκανθές — λευκανθής white blossoming masc/fem voc sg λευκανθής white blossoming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκανθέος — λευκανθής white blossoming masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
αγγελονία — (angelonia).Ποώδη ή φρυγανικά φυτά της οικογένειας των σκροφουλαριδών. Είναι μονοετή ή πολυετή φυτά της Βραζιλίας και του Μεξικού. Έχουν ωραία άνθη χρώματος μπλε και καλλιεργούνται σε γλάστρες. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μοσχεύματα … Dictionary of Greek